- ἐλαφρότης
- ἐλαφρ-ότης, ητος, ἡ,= ἐλαφρία,A lightness, nimbleness, Pl.Lg.795e, Plu.Lyc.17,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαφρότης — lightness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρότησιν — ἐλαφρότης lightness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρότητα — ἐλαφρότης lightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρότητας — ἐλαφρότης lightness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρότητι — ἐλαφρότης lightness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρότητος — ἐλαφρότης lightness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρότητα — και ελαφρότη, η (ΑΜ ἐλαφρότης) η ιδιότητα τού ελαφρού μσν. νεοελλ. 1. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα 2. (για γυναίκα) επιλήψιμη διαγωγή αρχ. ευκινησία … Dictionary of Greek